αλιχούδευτος

αλιχούδευτος
-η, -ο
αυτός που δεν αισθάνεται ή δεν προκαλεί λαιμαργία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλιχούδευτος — η, ο [λιχουδεύω] 1. ο μη λιχούδης, μη λαίμαργος 2. αυτός που δεν προκαλεί τη λαιμαργία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”